ταννοειδής

ταννοειδής
-ές, Ν
1. (βιοχ.-χημ.) αυτός που προκύπτει από ταννίνες
2. το ουδ. ως ουσ. το ταννοειδές
(βιοχ.) σύμπλοκο που απαντά στα φρέσκα λαχανικά και το οποίο, με διάσπαση, δίνει ταννίνες και ένα ή περισσότερα φαινολικά παράγωγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. tannoide (< tannin, βλ. λ. ταινίνη + -ειδής*)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”